- ὁμώροφος
- ὁμώροφ-ος, ον, = foreg., Phanod.13 (-ορρόφους, -ωροφίους codd. Ath.), Aesop.10 (-όροφ- codd.), Babr.12.15, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομώροφος — ὁμώροφος, ον (Α) συγκάτοικος, σύνοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ ώροφος. Το ω τού τ. (αντί όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ὁμώροφος — masc/fem nom sg ὁμωρόφιος being masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμώροφον — ὁμώροφος masc/fem acc sg ὁμώροφος neut nom/voc/acc sg ὁμωρόφιος being masc/fem acc sg ὁμωρόφιος being neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωρόφους — ὁμώροφος masc/fem acc pl ὁμωρόφιος being masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμώροφα — ὁμώροφος neut nom/voc/acc pl ὁμωρόφιος being neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομωροφώ — ὁμωροφῶ, έω (Α) [ομώροφος] είμαι ομώροφος με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ με κάποιον … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομωροφία — ὁμωροφία, ἡ (Α) [ομώροφος] κατοίκηση κάτω από την ίδια στέγη, συγκατοίκηση … Dictionary of Greek